- αναποδιστής
- ἀναποδιστής, ο (Μ) [ἀναποδίζω (Ι)]1. αυτός που εμποδίζει2. αυτός που επιστρέφει3. στον πληθ. οἱ ἀναποδισταί οι αιρετικοί που επιστρέφουν στην Ορθοδοξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναποδιστής — one who drives back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… … Dictionary of Greek